- ακόλουθος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: Την ακόλουθη μέρα ξεκινήσαμε για το ταξίδι.2. ο συνεπής: Όσα είπα είναι ακόλουθα προς όσα πιστεύω.3. κατώτερος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία και ειδική θέση στο διπλωματικό σώμα: Από γραφέας έγινε ακόλουθος. – Τοποθετήθηκε εμπορικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Ρώμης.4. συνοδός: Οι ακόλουθοι του υπουργού ήταν υπάλληλοι του υπουργείου του.5. το ουδ. ως ουσ., το ακόλουθο ο πλακούντας που πέφτει μετά τον τοκετό, το ύστερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.