ακόλουθος

ακόλουθος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος: Την ακόλουθη μέρα ξεκινήσαμε για το ταξίδι.
2. ο συνεπής: Όσα είπα είναι ακόλουθα προς όσα πιστεύω.
3. κατώτερος βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία και ειδική θέση στο διπλωματικό σώμα: Από γραφέας έγινε ακόλουθος. – Τοποθετήθηκε εμπορικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Ρώμης.
4. συνοδός: Οι ακόλουθοι του υπουργού ήταν υπάλληλοι του υπουργείου του.
5. το ουδ. ως ουσ., το ακόλουθο ο πλακούντας που πέφτει μετά τον τοκετό, το ύστερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁκόλουθος — ἀκόλουθος , ἀκόλουθος following masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλουθος — following masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • ἀκολουθότερον — ἀκόλουθος following adverbial comp ἀκόλουθος following masc acc comp sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθως — ἀκόλουθος following adverbial ἀκόλουθος following masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλουθον — ἀκόλουθος following masc/fem acc sg ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθότερα — ἀκόλουθος following neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολουθότερος — ἀκόλουθος following masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθοιν — ἀκόλουθος following masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκολούθοις — ἀκόλουθος following masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”